Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2015

...παλιός ή/και νέος συνδικαλισμός;

Με πολλαπλούς τρόπους, πολλαπλά δίπολα και μορφές, η συλλογική οργάνωση των εργαζομένων αποτελεί όλα αυτά τα χρόνια ένα κεντρικό ζήτημα αντιπαράθεσης και συζήτησης στο δημόσιο πεδίο είτε από την πλευρά των εργαζομένων είτε από την πλευρά του κυρίαρχου λόγου. Η επιθετική πολεμική του κράτους απέναντι στον συνδικαλισμό, η διεισδυτικότητά της σε λαϊκά στρώματα, η αδυναμία αναχαίτισης της αντεργατικής επίθεσης της τελευταίας πενταετίας, καθώς και η ανοιχτά εργοδοτική στάση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ καθιστούν το άνοιγμα μιας βαθιάς συζήτησης γύρω από το ζήτημα αυτό επίκαιρο και αναγκαίο.


Το πλαίσιο
Οι μορφές και τα χαρακτηριστικά του συνδικαλισμού έχουν τόσο το ιστορικό χνάρι των προηγούμενων δεκαετιών και των διαφορετικών πολιτικών γραμμών όσο και αυτό της σημερινής κατάστασης στους χώρους εργασίας. Ιστορικά ο μεταπολιτευτικός συνδικαλισμός, αν και σε πρώτη φάση απέσπασε σημαντικές κατακτήσεις, εμφάνισε έντονα προβληματικά χαρακτηριστικά και όρια. Στις δεκαετίες του 1990 και 2000, την περίοδο δηλαδή που το κοινωνικό συμβόλαιο της δεκαετίας του 1980 αποσύρεται δίνοντας την θέση του στην απορρύθμιση των αγορών και των εργασιακών σχέσεων, στο συνδικαλιστικό επίπεδο χάνεται η ιδεολογική και πολιτική μάχη. Σταδιακά μαζικοποιείται η ελαστική και η ευέλικτη εργασία χωρίς όμως αυτοί οι εργαζόμενοι να ενσωματώνονται στις τάξεις του συνδικαλιστικού κινήματος. Η διαδικασία αυτή δεν υλοποιείται με τον ίδιο τρόπο σε όλους τους χώρους. Σε χώρους των ΔΕΚΟ και του δημοσίου διατηρούνται όλα αυτά τα χρόνια νησίδες δικαιωμάτων, οι οποίες ωστόσο είναι διαρκώς συρρικνούμενες (πλέον οι ελαστικές σχέσεις εργασίας είναι πραγματικότητα και στον δημόσιο τομέα: συμβασιούχοι, stage, οι ενοικιαζόμενοι εργαζόμενοι, voucher, προγράμματα κοινωφελούς απασχόλησης). Οι πολλαπλές ταχύτητες προώθησης των αναδιαρθρώσεων διαφοροποιούν την κατάσταση και ανάμεσα στους διαφορετικούς κλάδους. Για παράδειγμα στους νέους (π.χ. τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) οι όροι εργασίας διαφοροποιούνται σημαντικά από αυτούς σε κλάδους, που αναπτύχθηκαν σε προηγούμενες δεκαετίες (π.χ. οι κατασκευές), οι οποίοι κληρονομούν δικαιώματα από εποχές που ο ταξικός συσχετισμός ήταν διαφορετικός.
Επίσης, στο έδαφος της αλλαγής του πλαισίου των σχέσεων εργασίας παράγονται και διαιρέσεις στο ίδιο το σώμα των εργαζομένων. Το εντατικό προχώρημα της αναδιάρθρωσης σε σειρά κλάδων, χώρων, ή ηλικιακών υποκατηγοριών εργαζομένων, έναντι άλλων όπου αυτές οι πολιτικές συναντούν αναχώματα, παράγει και διαφορετικούς όρους ένταξης των εργαζομένων στην ίδια την διαδικασία της παραγωγής. Η διαφορετική ένταξη σε συνδυασμό με τις διαφορετικές συλλογικές παραστάσεις των εργαζομένων διαφοροποιούν σημαντικά την συλλογική οργάνωση, τα επίδικα, τις αντιφάσεις και τα αιτήματα.

Ο "παραδοσιακός" συνδικαλισμός
Στους χώρους αυτού που κωδικά αναφέρεται ως "παραδοσιακός" συνδικαλισμός, χώροι που κατά κύριο λόγο αναφέρονται στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και τις ΔΕΚΟ, οι συλλογικές παραστάσεις των εργαζομένων περιλαμβάνουν συλλογικούς αγώνες, διεκδικήσεις και κατακτήσεις. Κατακτήσεις τόσο υλικές με την έννοια των δικαιωμάτων και των όρων στην εργασία (μονιμότητα, αμοιβές, ωράρια) αλλά και στον ίδιο το συλλογικό τρόπο οργάνωσης (ύπαρξη σωματείων, συνδικαλιστικά δικαιώματα). Τα σωματεία είναι αναγνωρισμένα ως θεσμοί συλλογικής έκφρασης και περιλαμβάνουν την πλειοψηφία των εργαζομένων (με βάση έρευνα της VPRC του 2008 η συνδικαλιστική πυκνότητα είναι 55%) με συνδικαλιστικές παρατάξεις, που αντιστοιχίζονται στο σύνολο του κεντρικού πολιτικού φάσματος.
Ωστόσο, μια αρκετά σημαντική αντίφαση που ενυπάρχει σε αυτά, είναι η κυριαρχία ως ένα βαθμό μιας συντεχνιακού τύπου λογικής και σχέσης διαπραγμάτευσης με την κυβέρνηση, που κληρονομείται τόσο από τον τρόπο συγκρότησης του επίσημου συνδικαλισμού (υπό την ηγεμονία της ΠΑΣΚΕ) της δεκαετίας του 1980 όσο και από την ήττα του εργατικού κινήματος στις κομβικές μάχες της προηγούμενης 20ετίας σ.1 . Την ίδια στιγμή όμως, αυτή η κατηγορία σωματείων αποτελεί την θεσμική ηγεσία του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος (το 2012 από τα 130 μέλη των διοικήσεων των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, οι 122 εργάζονταν σε δημόσιες επιχειρήσεις και υπηρεσίες και μόνο οι 8 εργάζονται σε ιδιωτικές επιχειρήσεις – Καψάλης, 2012). Στο αντιφατικό αυτό πλαίσιο, η λειτουργία αυτών των χώρων ως νησίδες εξαίρεσης εντός της αγοράς εργασίας, δημιουργεί αντικειμενικά μια τάση αποκοπής των εργαζόμενων αυτών. Η προσδοκία απόσπασης κατακτήσεων πολλές φορές δεν είναι σε σύμπλευση με τις συνολικές διεκδικήσεις του εργατικού κινήματος, με χαρακτηριστική περίπτωση τα αιτήματα εξαίρεσης από τις μνημονιακές ρυθμίσεις.
Ωστόσο, η ιστορική παρουσία της αριστεράς εντός των χώρων αυτών, πολλές φορές οδηγεί τα συνδικάτα αυτά στην πρωτοπορία των εργατικών κινητοποιήσεων ακριβώς διότι η συλλογική πρακτική και πάλη είναι κεκτημένη ως δικαίωμα και ως συλλογική παράσταση στους χώρους αυτούς. Ειδικότερα τα μνημονιακά αυτά χρόνια, οι χώροι αυτοί έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις φάσεις κλιμάκωσης των αγώνων του εργατικού κινήματος για την ανάσχεση επιθετικών μέτρων (καταλήψεις σε υπουργεία, απεργίες στην εκπαίδευση, στα δημαρχεία, ΕΡΤ, Μετρό) καθώς και στην υποστήριξη άλλων σωματείων στις διαδικασίες διώξεων.

Οι νέες μορφές
Στην άλλη πλευρά του φάσματος -και παρά το γεγονός ότι από το 2000 υλοποιείται μια αξιόλογη προσπάθεια συνδικαλιστικής οργάνωσης του ιδιωτικού τομέα, στο μεγαλύτερο τμήμα του υπάρχει απουσία των συνδικαλιστικών δομών ή όπου υπάρχουν αυτές είναι αδύναμες (Καψάλης, 2012:6). Με βάση την έρευνα της VPRC η συνδικαλιστική πυκνότητα το 2008 ήταν 20% στον ιδιωτικό τομέα, ενώ αναλόγως και στους επιμέρους κλάδους μειωνόταν ακόμα περισσότερο- και κάτω του 10%.
Στον ιδιωτικό τομέα έχει προχωρήσει η ελαστικοποίηση των σχέσεων εργασίας και γίνεται εκτεταμένη παραβίαση των εργατικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων. Σε αυτές τις συνθήκες τα σωματεία που δημιουργούνται έχουν πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά του ευρύτερου δημοσίου. Τα μέλη τους λειτουργούν και παρεμβαίνουν στους εργαζόμενους σε ένα πλαίσιο ημι-παρανομίας εφόσον δεν είναι καθόλου δεδομένη η προστασία των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων εντός των εργασιακών χώρων, ενώ επίδικο είναι και η ίδια η θεσμική αναγνώρισή τους. Σε αυτούς τους χώρους η συνδικαλιστική δράση τις περισσότερες φορές έχει σαφές πολιτικό πρόσημο εφόσον το ίδιο το πλαίσιο της δυνατότητας συνδικαλιστικής έκφρασης αμφισβητείται από την εργοδοσία. Η εσωτερική διάρθρωση των μελών δεν αντανακλά τον πολιτικό-κοινωνικό συσχετισμό καθώς οι δυνάμεις που καταγράφονται στην κοινωνική/λαϊκή δεξιά ή την σοσιαλδημοκρατία συχνά υποεκπροσωπούνται ή δεν εκπροσωπούνται καθόλου. Συνεπώς, μια βασική αντίφαση τους είναι ότι πολλές φορές εμφανίζεται αναντιστοιχία της αντίληψης των εργαζομένων στους χώρους εργασίας ή κλάδους με τις ηγεσίες και τον κορμό των αντίστοιχων σωματείων. Στις περιπτώσεις αυτές οι ηγεσίες των σωματείων έχουν το διπλό ρόλο της πάλης για την ηγεμονία ενός πολιτικοσυνδικαλιστικού σχεδίου εντός του σωματείου, και της εκπροσώπησης/νομιμοποίησης του ίδιου του σωματείου ως χώρου διαλόγου και απόφασης που χωρά το σύνολο των εργαζομένων.

Η εργασιακή περιπλάνηση
Μια τρίτη κατηγορία, η οποία μαζικοποιείται τη μνημονιακή περίοδο, είναι η κατηγορία της υποαπασχόλησης, της περιστασιακής ανεργίας και της εργασιακής περιπλάνησης. Ένα μεγάλο τμήμα του οικονομικά ενεργού πληθυσμού δεν έχει μια σχετικά σταθερή ένταξη στην διαδικασία της παραγωγής. Με έναν περιστασιακό τρόπο μπορεί να εργάζεται, να μετακινείται μεταξύ των διαφορετικών κλάδων χωρίς να νιώθει ή να αποτελεί, με σχετικά σταθερό τρόπο, οργανικό κομμάτι του συνόλου των εργαζομένων σε ένα χώρο. Ο συνδικαλισμός παραδοσιακά στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι ο εργαζόμενος που παλεύει για τα δικαιώματά του είναι αυτός που έχει την προοπτική να παραμείνει (στην εταιρία ή στον κλάδο) και συνεκδοχικά έχει συμφέρον από μια διεκδίκηση απέναντι στην εργοδοσία. Ωστόσο, η επέκταση των ελαστικών σχέσεων εργασίας και η διογκούμενη ανεργία διαμορφώνουν ένα αρκετά μαζικό εργατικό δυναμικό, το οποίο μετακινείται μεταξύ ευκαιριακών θέσεων εργασίας. Η συγκρότησή του σε σωματειακές μορφές παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες ακριβώς λόγω της ιδιομορφίας του, ενώ ταυτόχρονα η συνδικαλιστική ενεργοποίησή του είναι αναγκαία καθώς αυτές οι κοινωνικές μερίδες είναι οι πλέον σκληρά εκμεταλλευόμενες και εκτεθειμένες σε φαινόμενα εργοδοτικής αυθαιρεσίας. Στην κατηγορία αυτή οι απόπειρες είναι για την ώρα αρκετά πιο μειοψηφικές ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα εγχειρήματα τα οποία προνομιμοποιούν την οργάνωση όχι στο επίπεδο του εργασιακού χώρου, αλλά της γειτονιάς όπως αυτά των εργατικών λεσχών. Με τον τρόπο αυτό, η συζήτηση και η οργάνωση μεταφέρεται εν μέρει από τον χώρο εργασίας, σε ένα επίπεδο (γειτονιά) απαλλαγμένο από το πλέγμα του εργοδοτικού δεσποτισμού και των εργαλείων που έχει αναπτύξει για την προληπτική καταστολή των εργατικών διεκδικήσεων, δημιουργώντας ένα χώρο που μπορεί να ενισχύσει νέες συλλογικότητες και να επαναδημιουργήσει τις πρακτικές εργατικής διεκδίκησης.

Καταλήγοντας
Μια τέτοια ανάλυση δεν προσπαθεί να αποκόψει τα ζητήματα της ιδεολογικής και πολιτικής πάλης και τα χνάρια που αυτή αφήνει στον τρόπο συλλογικής οργάνωσης σε κάθε εργασιακό χώρο ούτε να υποβαθμίσει την συζήτηση για τη φυσιογνωμία και τη δημοκρατία εντός των σωματείων. Προφανώς η δράση και η ηγεμονία πολιτικών αντιλήψεων αφήνει ξεκάθαρα το αποτύπωμά της πάνω στην φυσιογνωμία συλλόγων/σωματείων είτε αυτό αφορά τον "παλαιό" συνδικαλισμό και το χνάρι της ηγεμονίας του ΠΑΣΟΚ (γραφειοκρατία, κυβερνητικός, εργοδοτικός συνδικαλισμός), είτε αφορά νέες μορφές και τη δράση της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ωστόσο, σε αυτήν τη συζήτηση και κατηγοριοποίηση κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι οι δομές και οι μορφές της συλλογικής πάλης των εργαζομένων αντανακλούν, πέραν των πολιτικών συσχετισμών, και τις ίδιες τις κατηγορίες των εργαζομένων, των διαφορετικών όρων που αυτοί εντάσσονται στην παραγωγή. Με αυτή την έννοια ο κατακερματισμός και η διαφοροποίηση που περιγράφηκε, αντανακλά σε ένα βαθμό το αποτέλεσμα της ειδικής μορφής που πήρε η εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού, των μνημονίων και γενικότερα της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Το επίδικο στην συνθήκη αυτή δεν είναι η αναπαραγωγή μιας αντίθεσης του παραδοσιακού συνδικαλισμού έναντι του νέου ως εάν αυτές οι μορφές έχουν δομικά χαρακτηριστικά που καθιστούν κάτι υπέρτερο του άλλου. Κατακτήσεις και εμπειρίες που υπάρχουν στον παλαιό συνδικαλισμό είναι επίδικα για τον νέο ενώ μορφές οργάνωσης, δημοκρατίας και ταξικότητας που υπάρχουν στον νέο είναι επίδικα για τον παλαιό. Διότι δεν πρέπει κανείς να ξεχνά ότι ακόμα και η ορολογία του παλαιού συνδικαλισμού εφάπτεται με την αφήγηση του ίδιου του κυρίαρχου λόγου, ο οποίος θεωρεί τις εργατικές κατακτήσεις, το συνδικαλισμό και τα δικαιώματα ως ένα παρωχημένο στοιχείο της οργάνωσης της εργασίας που πρέπει να καταργηθεί. Από την άλλη δεν πρέπει να παραγνωρίζει κανείς ότι ο συντεχνιασμός δεν είναι ίδιο των παλαιών μορφών συνδικαλισμού (αν και δομικά ευνοείται σε ένα τέτοιο περιβάλλον) αλλά παράγεται ως ένα βαθμό και από τον ίδιο τον ιδεολογικοπολιτικό συσχετισμό εντός της πλειοψηφίας των εργαζομένων. Συνεπώς και η μελλοντική μαζικοποίηση των νέων μορφών συνδικαλισμού κάτω από τον ίδιο συσχετισμό πιθανότατα θα αντιμετωπίσει παρόμοια προβλήματα.
Ωστόσο, παράλληλα με αυτή την διάσταση, η αριστερά δεν μπορεί παρά να αλλάξει τον ίδιο τον τρόπο που συζητά και αξιολογεί τις καταστάσεις στο εργατικό. Συχνά οι συζητήσεις που γίνονται, παραγνωρίζουν (όχι στα λόγια αλλά στην πράξη) αυτόν τον κατακερματισμό που αναφέρθηκε παραπάνω, και απαντούν με τα εργαλεία, τις δομές, τα κριτήρια που αντιστοιχούν στο εργατικό κίνημα προηγούμενων δεκαετιών – τα οποία μπορούν (ως ένα βαθμό) να έχουν ως πεδίο εφαρμογής τους χώρους του δημοσίου και των ΔΕΚΟ. Αδιαφορώντας για παράδειγμα για το γεγονός ότι μεγάλο κομμάτι των νέων εργαζομένων, των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα δεν έχει πρακτικά δικαίωμα στην απεργία, δεν απολαμβάνει στοιχειωδών δικαιωμάτων και συλλογικότητας, ο σχεδιασμός των δυνάμεων στο εργατικό πολλές φορές παραγνωρίζει με ευκολία αυτή την συνθήκη (εφόσον κάποια σωματεία μπορούν να μπουν σε μια απεργιακή κινητοποίηση και αυτή μπορεί να είναι εφικτή έστω και μειοψηφικά). Συχνά λείπει το άγχος, η αγωνία του να εφευρεθούν νέοι τρόποι εργατικής πάλης, που να αντιστοιχούν στις σημερινές συνθήκες, που να φαντάζουν πιο ρεαλιστικοί για το ελαστικά εργαζόμενο δυναμικό αξιοποιώντας τα διαφορετικά χαρακτηριστικά του. Διότι είναι τελείως διαφορετικές οι δυνατότητες ενός 50αρη υπαλλήλου στο δημόσιο που μπορεί να απεργεί, αλλά πιο δύσκολα θα ρισκάρει πράγματα, από έναν νεολαίο ελαστικά εργαζόμενο, που αν και δεν μπορεί να απεργήσει, μπορεί να στρατευτεί την κρίσιμη στιγμή με τελείως διαφορετικούς όρους σε έναν αντιεργοδοτικό αγώνα. Διότι τελικά, οι μορφές πάλης είναι τα όπλα μας στη μάχη αυτή. Και στη συζήτηση της αριστεράς πολλές φορές τα κριτήρια της «αγωνιστικότητας» που δίνουν και την βαρύτητα στις διαφορετικές απόψεις είναι απλοϊκά/μηχανιστικά, δε λαμβάνουν υπόψη τους διαφορετικούς χώρους στους οποίους αναφέρονται, και τελικά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Διότι μια στάση εργασίας σε ένα χώρο που προσπαθεί να συγκροτηθεί η συλλογική πάλη των εργαζομένων πολλές φορές είναι πιο σημαντική από μια 48ωρη απεργία σε ένα κλάδο που θα απεργήσει το κλασσικό δυναμικό της αριστεράς. Διότι η συγκρότηση μιας επιτροπής αγώνα, η κατάληψη ενός ΜΜΕ, ή ένας ακτιβισμός μπορεί να συμβάλλουν, να επικοινωνήσουν και να εμπνεύσουν πλατύτερα εργατικά στρώματα από ένα συνέδριο μιας ομοσπονδίας. Μπορεί η αφήγηση αυτή να έχει μια μεροληπτικότητα, ωστόσο θέλει να καταδείξει ότι απαιτείται μια πιο ανοιχτή συζήτηση για τα εργαλεία, τις μορφές, τα μέσα του αγώνα των εργαζομένων που να ξεφεύγει από τις σχηματοποιημένες συζητήσεις τις οποίες έχουμε συνηθίσει.
Στις καλές της εκδοχές, πάντοτε η αριστερά και δη η ριζοσπαστική, κομμουνιστική, επαναστατική αριστερά, ως κεντρικό στοιχείο της δράσης της στους χώρους των εργαζομένων είχε το ταξικό στοιχείο. Την ανάδειξη της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας ως τη μείζονα σε βάρος άλλων αντιθέσεων που αναδείκνυε ο κυρίαρχος λόγος. Απέναντι λοιπόν στον κατακερματισμό των εργαζομένων, στις διαφορετικές ταχύτητες και στην αντανάκλασή τους στο συνδικαλιστικό επίπεδο, επίδικο και κομβικό σημείο μιας νέας πρότασης για την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος σε ταξική κατεύθυνση (πέραν των πολιτικών ζητημάτων) θα πρέπει να είναι η συνένωση αυτών των κατηγοριών σε ένα πλαίσιο/σχεδιασμό διεκδίκησης και πάλης, το οποίο θα δημιουργεί/διαμορφώνει κοινούς τόπους. Αναγνωρίζοντας και παίρνοντας υπόψη τις διαφορετικές ταχύτητες, τις διαφορετικές αντιφάσεις και τα προβλήματα που ενυπάρχουν, τις διαφορετικές παραστάσεις κάθε μιας από αυτές τις κατηγορίες, οι ταξικές δυνάμεις θα πρέπει να αντιπαλέψουν όχι μόνο λεκτικά την αντίθεση που προσπαθεί να καλλιεργήσει ο κυρίαρχος λόγος (δημόσιο/ιδιωτικό, μόνιμος/συμβασιούχος, εργαζόμενος/άνεργος, παλιός/νέος) αλλά να τις εντάξουν σε μια ενιαία, ρεαλιστική και αποτελεσματική στρατηγική διεκδίκησης απέναντι στο ίδιο το κεφάλαιο και τις αντεργατικές πολιτικές του κράτους και της υπερθενικής επιτροπείας.

k-lab.zone

από Γιάννης Μάντζαρης
Δείτε επίσης:
Καψάλης Α., “Τα ελληνικά συνδικάτα στο περιβάλλον της οικονομικής ύφεσης και κρίσης”, 2012.
INE-ΓΣΕΕ / Vprc, Εργασία και συνδικάτα στην συγκυρία της οικονοµικής κρίσης, Φεβρουάριος 2010.